Υψηλάντη

Υψηλάντη
(Ypsilanti). Πόλη των Η.Π.Α., στην Πολιτεία του Μίτσιγκαν. Ονομάστηκε έτσι ύστερα από απόφαση της συνέλευσης των προκρίτων της, προς τιμήν του Δημήτριου Υψηλάντη, η νίκη του οποίου εναντίον του Ιμπραήμ στους Μύλους (1825), αναγγέλθηκε στην πόλη αυτή, που πρόσφατα είχε ιδρυθεί, τη στιγμή που οι πρόκριτοι συσκέπτονταν προκειμένου να βρουν την κατάλληλη ονομασία της. Είναι έδρα του περίφημου Διδασκαλείου του Μίτσιγκαν, που ιδρύθηκε το 1845. Η πόλη έχει ανεπτυγμένη βιομηχανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Δημητρίου Υψηλάντη, δήμος — Νέος δήμος (3.058 κάτ.) του νομού Κοζάνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Λιβερών, Μαυροδενδρίου, Ποντοκώμης και Σιδερά, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Μαυροδένδρι …   Dictionary of Greek

  • Βλαδιμιρέσκου, Τεοντόρ — (Theodore Vladimirescu, ; – 1821). Ρουμάνος στρατιωτικός, με συμμετοχή στο κίνημα της Μολδοβλαχίας. Γεννήθηκε στο χωριό Μεχωνδίσιο της Μικρής Βλαχίας. Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο υπηρέτησε τους Ρώσους ως αρχηγός εθελοντικού σώματος (1806). Γι’ αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνόπουλος — I Επώνυμο τριών διακεκριμένων οικογενειών, αγωνιστών του 1821, που προσέφεραν πολλές υπηρεσίες στο ελληνικό έθνος. 1. Οικογένεια από την Ανδρίτσαινα. Δύο από τα μέλη της ήταν αγωνιστές του 1821, o Αντώνιος και ο Γεώργιος. Ο πρώτος σε μικρή ηλικία …   Dictionary of Greek

  • Βασιλειάδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Εμμανουήλ. Καταγόταν από τη Σμύρνη. Το 1821 ήρθε με τον Δημήτριο Υψηλάντη για να πάρει μέρος στον Αγώνα. Διορίστηκε επιθεωρητής των σωμάτων που πολιορκούσαν την Τρίπολη. Το 1822 μαζί με τον Υψηλάντη καθυστέρησε με… …   Dictionary of Greek

  • Δραγατσάνι — (ρουμ. Dragasani). Πόλη (20.800 κάτ. το 2002) της Μικρής Βλαχίας της Ρουμανίας, όπου στις 7 Ιουνίου 1821 κρίθηκε οριστικά το επαναστατικό κίνημα της Μολδοβλαχίας. To κίνημα οδηγήθηκε μοιραία στην αποτυχία, μετά την καταδίκη του από τον τσάρο και… …   Dictionary of Greek

  • Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… …   Dictionary of Greek

  • φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …   Dictionary of Greek

  • Αλεξανδρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής. Αγωνιστής από τα Γαράτσα της Μεσσηνίας. Υπηρέτησε αρχικά υπό τις διαταγές του Μήτρου Πέτροβα. Πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Καρύταινα, το Βαλτέτσι, την Τρίπολη, το Άργος, την Κόρινθο κ.α. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Βουλευτήριον, Γενικόν — Η πρώτη νομική ελληνική εξουσία που συστήθηκε στις 9 Απριλίου 1821 με θέσπισμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Το Γ.Β. απαρτιζόταν από τους Ν. Υψηλάντη, Γ. Καντακουζηνό, Μ. Χρηστοφή, Χ. Περραιβό, Β. Καραβιά, Γ. Ολύμπιο, Καλαμαρά και ΑΘ. Τσακάλωφ, με… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”